- χωματεργολάβος
- χωμᾰτ-εργολάβος [pron. full] [ᾰ], ὁ,A contractor for construction of dykes, PFay.214 (i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χωματεργολάβος — ὁ, Α εργολάβος για την κατασκευή φραγμάτων και επιχωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + ἐργολάβος] … Dictionary of Greek